ανεβατός

ανεβατός
-ή, -ό
1. (άρτος, ψωμί) ένζυμος, φουσκωτός (όχι ανέβατος ή λειψανέβατος)
2. είδος βελονιάς σε κέντημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανεβατός — ή, ό φουσκωμένος, ένζυμος: Το ψωμί ήταν ανεβατό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγουρανέβατος — και αγουρανέβαστος, η, ο (για ζύμη, ψωμί κ.λπ.) αυτός που ψήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί τέλεια ζύμωση, χωρίς να έχει «ανεβεί». [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + ανεβατός και ανεβαστός] …   Dictionary of Greek

  • αναβατός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 30 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του νησιού και υπάγεται διοικητικά στο δήμο Ομηρούπολης. Ο Ανάβατος στο νησί της Χίου. * * * ή, ό (Α ἀναβατός, ή, ὸν) αυτός πάνω στον οποίο μπορεί να ανεβεί κανείς… …   Dictionary of Greek

  • ανεβαίνω — (AM ἀναβαίνω) 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα επάνω 2. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο ή ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, μουλάρι κ.λπ. 3. κατευθύνομαι προς τον Θεό 4. φθάνω στον νου ή στην καρδιά 5. φυτρώνω 6. (για τιμή ή αξία) αυξάνομαι 7. (για ποτάμι)… …   Dictionary of Greek

  • ανάβατος — ανάβατος, η, ο και ανέβατος, η, ο (για το ψωμί), εκείνος που δεν ανέβηκε, δε φούσκωσε, λειψός: Το ψωμί είναι ακόμα ανάβατο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”